Dictionary of Greek. 2013.
σπαγέτο — σπαγέτο, το και σπαγγέτι, το (λ. ιταλ.), είδος ζυμαρικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαγγέτο — το, Ν βλ. σπαγέτο … Dictionary of Greek